διαβιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβιώ < αρχαία ελληνική διαβιόω / διαβιῶ < διά + βιόω / βιῶ < βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιαβιώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του διαβιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβιώ
|