Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβιόω < δια- + βιόω / βιῶ < βίος

  Ρήμα επεξεργασία

διαβιόω

  1. διαβιώνω, ζω
  2. επιβιώνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία