επιβιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεπιβιώνω < επι-+ βιώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαεπιβιώνω, αόρ.: επιβίωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- καταφέρνω να επιζήσω ύστερα από μια καταστροφή.
- ※ Με τις δυσκολίες που επέφερε η Κατοχή στις συναλλαγές δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε στο χωριό. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιβιώνω | επιβίωνα | θα επιβιώνω | να επιβιώνω | επιβιώνοντας | |
β' ενικ. | επιβιώνεις | επιβίωνες | θα επιβιώνεις | να επιβιώνεις | επιβίωνε | |
γ' ενικ. | επιβιώνει | επιβίωνε | θα επιβιώνει | να επιβιώνει | ||
α' πληθ. | επιβιώνουμε | επιβιώναμε | θα επιβιώνουμε | να επιβιώνουμε | ||
β' πληθ. | επιβιώνετε | επιβιώνατε | θα επιβιώνετε | να επιβιώνετε | επιβιώνετε | |
γ' πληθ. | επιβιώνουν(ε) | επιβίωναν επιβιώναν(ε) |
θα επιβιώνουν(ε) | να επιβιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιβίωσα | θα επιβιώσω | να επιβιώσω | επιβιώσει | ||
β' ενικ. | επιβίωσες | θα επιβιώσεις | να επιβιώσεις | επιβίωσε | ||
γ' ενικ. | επιβίωσε | θα επιβιώσει | να επιβιώσει | |||
α' πληθ. | επιβιώσαμε | θα επιβιώσουμε | να επιβιώσουμε | |||
β' πληθ. | επιβιώσατε | θα επιβιώσετε | να επιβιώσετε | επιβιώστε | ||
γ' πληθ. | επιβίωσαν επιβιώσαν(ε) |
θα επιβιώσουν(ε) | να επιβιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιβιώσει | είχα επιβιώσει | θα έχω επιβιώσει | να έχω επιβιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιβιώσει | είχες επιβιώσει | θα έχεις επιβιώσει | να έχεις επιβιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιβιώσει | είχε επιβιώσει | θα έχει επιβιώσει | να έχει επιβιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιβιώσει | είχαμε επιβιώσει | θα έχουμε επιβιώσει | να έχουμε επιβιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιβιώσει | είχατε επιβιώσει | θα έχετε επιβιώσει | να έχετε επιβιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιβιώσει | είχαν επιβιώσει | θα έχουν επιβιώσει | να έχουν επιβιώσει |
|