survive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | survive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | survives |
αόριστος | survived |
παθητική μετοχή | survived |
ενεργητική μετοχή | surviving |
Ετυμολογία
επεξεργασία- survive < αγγλονορμανδικά survivre < παλαιά γαλλικά survivre < υστερολατινική supervivere < λατινική super + vivere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vivo < πρωτοϊταλική *gʷīwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷíh₃weti (ζω) < gʷih₃wós < *gʷeyh₃- (ζω)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsurvive (en)
- (αμετάβατο) επιζώ, διασώζομαι, γλυτώνω, συνεχίζω να ζω ή να υπάρχω
- (μεταβατικό) ζω ή υπάρχω περισσότερο από κάποιον ή κάτι, πεθαίνω/πεθαίνει ο τάδε και αφήνω πίσω μου (τους τάδε, σχεδόν πάντα την στενή οικογένεια)
- ⮡ He will survive us all.
- Θα ζήσει περισσότερο απ' όλους μας.
- ⮡ He will survive us all.
Πηγές
επεξεργασία- survive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 229. ISBN 9780194325684., λήμμα: διασώζω