super
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsuper (en) (χωρίς παραθετικά)
- σούπερ (χαρακτηρίζει κάτι ως πολύ μεγάλο, πολύ ισχυρό ή για να δηλώσει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας)
Επίρρημα
επεξεργασίαsuper (en) (χωρίς παραθετικά)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- super class (πληροφορική)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
super | supers |
super (fr) αρσενικό
- η βενζίνη «σούπερ»
- (οικείο) το σουπερμάρκετ
Επίθετο
επεξεργασίαsuper (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Επίρρημα
επεξεργασίαsuper (fr)
Ρήμα
επεξεργασίαsuper (fr)
Αναγραμματισμοί
επεξεργασίαΕσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαsuper (eo)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsuper (pl) άκλιτο (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα
επεξεργασίαsuper (pl)