super (en) (χωρίς παραθετικά)

  • σούπερ (χαρακτηρίζει κάτι ως πολύ μεγάλο, πολύ ισχυρό ή για να δηλώσει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας)

Επίρρημα

επεξεργασία

super (en) (χωρίς παραθετικά)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
super supers

super (fr) αρσενικό

  1. η βενζίνη «σούπερ»
  2. (οικείο) το σουπερμάρκετ

super (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Επίρρημα

επεξεργασία

super (fr)