rupes
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rupes < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rupes (la) θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rupes | rupēs |
γενική | rupis | rupium |
δοτική | rupī | rupibus |
αιτιατική | rupem | rupēs/rupīs |
κλητική | rupes | rupēs |
αφαιρετική | rupe | rupibus |
Πηγές επεξεργασία
- rupes - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.