σούπερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σούπερ άκλιτο
- που έχει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας, φοβερός, καταπληκτικός, υπέροχος
- ↪το καινούργιο μου ποδήλατο είναι σούπερ
- που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σούπερ θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σούπερ
|