Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούπερ < αγγλική super < λατινική super

  Επίθετο επεξεργασία

σούπερ άκλιτο

  1. που έχει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας, φοβερός, καταπληκτικός, υπέροχος
    το καινούργιο μου ποδήλατο είναι σούπερ
  2. που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούπερ θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία