Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οκτάνιο τα οκτάνια
      γενική του οκτανίου
οκτάνιου
των οκτανίων
    αιτιατική το οκτάνιο τα οκτάνια
     κλητική οκτάνιο οκτάνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οκτάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία oct- + -ane < αρχαία ελληνική ὀκτώ + -άνιον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈkta.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐κτά‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οκτάνιο ουδέτερο

  • (χημεία) κάθε οργανική ένωση που αποτελείται από κορεσμένους υδρογονάνθρακες, έχει 8 άτομα άνθρακα στο μόριό τους και υπάρχουν συνήθως στα υγρά καύσιμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία