οκτάνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οκτάνιο | τα | οκτάνια |
γενική | του | οκτανίου & οκτάνιου |
των | οκτανίων |
αιτιατική | το | οκτάνιο | τα | οκτάνια |
κλητική | οκτάνιο | οκτάνια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οκτάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία oct- + -ane < αρχαία ελληνική ὀκτώ + -άνιον[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈkta.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐κτά‐νι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοκτάνιο ουδέτερο
- (χημεία) κάθε οργανική ένωση που αποτελείται από κορεσμένους υδρογονάνθρακες, έχει 8 άτομα άνθρακα στο μόριό τους και υπάρχουν συνήθως στα υγρά καύσιμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οκτάνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας