βενζίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βενζίνη | οι | βενζίνες |
γενική | της | βενζίνης | των | (βενζινών) |
αιτιατική | τη | βενζίνη | τις | βενζίνες |
κλητική | βενζίνη | βενζίνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βενζίνη < οπτικό δάνειο από τη γαλλική benzine + -η (λήγει σε -ίνη)[1] ή από[2] τη γερμανική Benzin. Η λέξη μαρτυρείται από το 1833. Δείτε και βενζίνα, μπενζίνα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /venˈzi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βεν‐ζί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβενζίνη θηλυκό
- (χημεία) υγρό με πτητική κι εύφλεκτη ιδιότητα και με χαρακτηριστική και έντονη οσμή, το οποίο παράγεται από την επεξεργασία του αργού πετρελαίου και χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως. Πωλείται στα πρατήρια βενζίνης
- ⮡ αμόλυβδη βενζίνη
- ⮡ Βάζω βενζίνη στο αυτοκίνητο.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- βενζινο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βενζινο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
- Όροι με βενζιν- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βενζίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία βενζίνη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βενζίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)