• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βενζινάκατος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βενζινάκατος οι βενζινάκατοι (βενζινάκατες)
      γενική της βενζινακάτου των βενζινακάτων
    αιτιατική τη βενζινάκατο τις βενζινακάτους (βενζινάκατες)
     κλητική βενζινάκατε (βενζινάκατο) βενζινάκατοι (βενζινάκατες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βενζινάκατος < βενζιν- + άκατος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

βενζινάκατος θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) μεγάλη βάρκα (άκατος) που κινείται με βενζινοκινητήρα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    βενζινάκατος
  • γαλλικά : bateau (fr) à moteur (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βενζινάκατος&oldid=5461513"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 19:20
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 19:20.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie