άκατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άκατος | οι | άκατοι |
γενική | της | ακάτου | των | ακάτων |
αιτιατική | την | άκατο | τις | ακάτους |
κλητική | άκατε (άκατο) |
άκατοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άκατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκατος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ka.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κα‐τος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάκατος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μικρό σκάφος, ελαφρό πλοίο
- (ναυτικός όρος) μεγάλη λέμβος (πολεμικού) πλοίου
- (αεροπορικός όρος) μικρό διαστημικό σκάφος
Συγγενικά
επεξεργασία Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-άκατος»