Δείτε επίσης: ἄκατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άκατος οι άκατοι
      γενική της ακάτου των ακάτων
    αιτιατική την άκατο τις ακάτους
     κλητική άκατε
(άκατο)
άκατοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκατος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ka.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐κα‐τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άκατος θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) μικρό σκάφος, ελαφρό πλοίο
  2. (ναυτικός όρος) μεγάλη λέμβος (πολεμικού) πλοίου
  3. (αεροπορικός όρος) μικρό διαστημικό σκάφος

Συγγενικά επεξεργασία

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-άκατος»

  Μεταφράσεις επεξεργασία