Δείτε επίσης: άκατος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄκατος αἱ ἄκατοι
      γενική τῆς ἀκάτου τῶν ἀκάτων
      δοτική τῇ ἀκάτ ταῖς ἀκάτοις
    αιτιατική τὴν ἄκατον τὰς ἀκάτους
     κλητική ! ἄκατε ἄκατοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκάτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀκάτοιν
Και σπανίως αρσενικό, με τις ίδιες καταλήξεις.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄκατος < ομόρριζο με ἀκή και ἄκαινα (άκανθα, αιχμή, ακμή)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄκατος θηλυκό (και σπανίως αρσενικό)

  1. (ναυτικός όρος) πλοιάριο που χρησιμοποιείτο στον εμπορικό και πολεμικό στόλο, αλλά και στα μυστήρια και που ίσως ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν μυτερή η πρώρα του
  2. κύπελλο σε σχήμα πλοίου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ἀκάτιον λέμβος, πλοιάριο πειρατικό ή επικουρικό