κύπελλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύπελλο | τα | κύπελλα |
γενική | του | κυπέλλου & κύπελλου |
των | κυπέλλων |
αιτιατική | το | κύπελλο | τα | κύπελλα |
κλητική | κύπελλο | κύπελλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύπελλο < αρχαία ελληνική κύπελλον (στο (3) και (4) (σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) coupe)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύπελλο ουδέτερο
- είδος ποτηριού
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα του υγρού που υπάρχει στο (1)
- (αθλητισμός) το έπαθλο που δίνεται στο νικητή αθλητικής διοργάνωσης (συνήθως περίτεχνο (1) και μεταλλικό, σε σχήμα αμφορέα ή κύλικα - όμως δεν δίνεται πάντα κυπελλόμορφο κύπελλο)
- (συνεκδοχικά) (αθλητισμός) η αθλητική διοργάνωση στην οποία δίνεται κύπελλο (3)
- το περίβλημα διαφόρων φυτικών καρπών