↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κύπελλον τὰ κύπελλ
      γενική τοῦ κυπέλλου τῶν κυπέλλων
      δοτική τῷ κυπέλλ τοῖς κυπέλλοις
    αιτιατική τὸ κύπελλον τὰ κύπελλ
     κλητική ! κύπελλον κύπελλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυπέλλω
γεν-δοτ τοῖν  κυπέλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κύπελλον < υποκοριστικό του κύπη < ΙΕ ρίζα * κυπ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύπελλον ουδέτερο

  1. κύπελλο
    Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ λευκώλενος Ἥρη, / μειδήσασα δὲ παιδὸς ἐδέξατο χειρὶ κύπελλον (Όμηρος, Ιλιάς, Α, 595-596)
  2. αγγείο
  3. ποτήρι
  4. δοχείο

Συνώνυμα

επεξεργασία