Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύλικα οι κύλικες
      γενική της κύλικας των κυλικών
    αιτιατική την κύλικα τις κύλικες
     κλητική κύλικα κύλικες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κύλικα της γεωμετρικής εποχής

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύλικα < αρχαία ελληνική κύλιξ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.li.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύ‐λι‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κύλικα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία