τρόπαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρόπαιο | τα | τρόπαια |
γενική | του | τροπαίου & τρόπαιου |
των | τροπαίων |
αιτιατική | το | τρόπαιο | τα | τρόπαια |
κλητική | τρόπαιο | τρόπαια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρόπαιο < αρχαία ελληνική τρόπαιον
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατρόπαιο ουδέτερο
- στην αρχαιότητα, μνημείο που στηνόταν από τους νικητές στον τόπο της μάχης, συνήθως ένας σωρός από λάφυρα
- οποιοδήποτε αντικείμενο συμβολίζει μια νίκη ή επιτυχία, πολεμική, αθλητική ή άλλου είδους