τροπαιούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | τροπαιούχος | το | τροπαιούχο | ||
γενική | του/της | τροπαιούχου | του | τροπαιούχου | ||
αιτιατική | τον/την | τροπαιούχο | το | τροπαιούχο | ||
κλητική | τροπαιούχε | τροπαιούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | τροπαιούχοι | τα | τροπαιούχα | ||
γενική | των | τροπαιούχων | των | τροπαιούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | τροπαιούχους | τα | τροπαιούχα | ||
κλητική | τροπαιούχοι | τροπαιούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τροπαιούχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τροπαιοῦχος. Μορφολογικά αναλύεται σε τρόπαιο + -ούχος
Επίθετο
επεξεργασίατροπαιούχος, -ος, -ο
- που έχει κατακτήσει κάποιο τρόπαιο, νικητής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τροπαιούχος
|
Πηγές
επεξεργασία- τροπαιούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τροπαιούχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)