τροπαιούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | τροπαιούχος | το | τροπαιούχο | ||
γενική | του/της | τροπαιούχου | του | τροπαιούχου | ||
αιτιατική | τον/την | τροπαιούχο | το | τροπαιούχο | ||
κλητική | τροπαιούχε | τροπαιούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | τροπαιούχοι | τα | τροπαιούχα | ||
γενική | των | τροπαιούχων | των | τροπαιούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | τροπαιούχους | τα | τροπαιούχα | ||
κλητική | τροπαιούχοι | τροπαιούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τροπαιούχος, -ος, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τροπαιούχος
|