↓ πτώσεις |
ενικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
ο |
τροπαιοφόρος |
η |
τροπαιοφόρος & τροπαιοφόρα |
το |
τροπαιοφόρο |
γενική |
του |
τροπαιοφόρου |
της |
τροπαιοφόρου & τροπαιοφόρας |
του |
τροπαιοφόρου |
αιτιατική |
τον |
τροπαιοφόρο |
την |
τροπαιοφόρο & τροπαιοφόρα |
το |
τροπαιοφόρο |
κλητική |
|
τροπαιοφόρε |
|
τροπαιοφόρε & τροπαιοφόρα |
|
τροπαιοφόρο |
↓ πτώσεις |
πληθυντικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
οι |
τροπαιοφόροι |
οι |
τροπαιοφόροι & τροπαιοφόρες |
τα |
τροπαιοφόρα |
γενική |
των |
τροπαιοφόρων |
των |
τροπαιοφόρων |
των |
τροπαιοφόρων |
αιτιατική |
τους |
τροπαιοφόρους |
τις |
τροπαιοφόρους & τροπαιοφόρες |
τα |
τροπαιοφόρα |
κλητική |
|
τροπαιοφόροι |
|
τροπαιοφόροι & τροπαιοφόρες |
|
τροπαιοφόρα |
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |