πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροπαιοφόρος η τροπαιοφόρος
& τροπαιοφόρα
το τροπαιοφόρο
      γενική του τροπαιοφόρου της τροπαιοφόρου
& τροπαιοφόρας
του τροπαιοφόρου
    αιτιατική τον τροπαιοφόρο την τροπαιοφόρο
& τροπαιοφόρα
το τροπαιοφόρο
     κλητική τροπαιοφόρε τροπαιοφόρε
& τροπαιοφόρα
τροπαιοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροπαιοφόροι οι τροπαιοφόροι
& τροπαιοφόρες
τα τροπαιοφόρα
      γενική των τροπαιοφόρων των τροπαιοφόρων των τροπαιοφόρων
    αιτιατική τους τροπαιοφόρους τις τροπαιοφόρους
& τροπαιοφόρες
τα τροπαιοφόρα
     κλητική τροπαιοφόροι τροπαιοφόροι
& τροπαιοφόρες
τροπαιοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
τροπαιοφόρος < τρόπ(αιο) + -ο- + -φόρος

τροπαιοφόρος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία