Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τορπιλάκατος οι τορπιλάκατοι (τορπιλάκατες)
      γενική της τορπιλακάτου των τορπιλακάτων
    αιτιατική την τορπιλάκατο τις τορπιλακάτους (τορπιλάκατες)
     κλητική τορπιλάκατε (τορπιλάκατο) τορπιλάκατοι (τορπιλάκατες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τορπιλάκατος < τορπίλ(η) + άκατος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τορπιλάκατος θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) τύπος πολεμικού πλοίου μάχης, ελαφρύ ταχύπλοο, με κύριο οπλισμό τορπίλες που βάλλει από τορπιλοσωλήνες που φέρει αμφίπλευρα στο κατάστρωμα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία