τορπιλάκατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατορπιλάκατος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τύπος πολεμικού πλοίου μάχης, ελαφρύ ταχύπλοο, με κύριο οπλισμό τορπίλες που βάλλει από τορπιλοσωλήνες που φέρει αμφίπλευρα στο κατάστρωμα.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τορπιλάκατος