πυραυλάκατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυραυλάκατος < πύραυλ(ος) + άκατος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυραυλάκατος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τύπος πολεμικού πλοίου μάχης, ελαφρύ ταχύπλοο, με κύριο οπλισμό πυραύλους που βάλλει από ειδική εγκατάσταση που φέρει στο κατάστρωμα.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυραυλάκατος
|