πύραυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πύραυλος | οι | πύραυλοι |
γενική | του | πύραυλου & πυραύλου |
των | πύραυλων & πυραύλων |
αιτιατική | τον | πύραυλο | τους | πύραυλους & πυραύλους |
κλητική | πύραυλε | πύραυλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πύραυλος < (λόγιο) πύρ- (αρχαία ελληνική πῦρ) + αυλ(ός) (αρχαία ελληνική αὐλός) + -ος, απόδοση για τη γαλλική fusée[1] < fuseau «αδράχτι - οτιδήποτε έχει κωνικό σχήμα».
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.ɾa.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πύ‐ραυ‐λος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπύραυλος αρσενικό
- (τεχνολογία) κινητήρας που προωθείται με βάση τον νόμο της δράσης - αντίδρασης, εκτοξεύοντας κάτι, συχνά αέρια υπό πίεση, προς την αντίθετη κατεύθυνση της πορείας του
- ο πρώτος ελληνικός δορυφόρος εκτοξεύτηκε από έναν πύραυλο Άτλας-5 το 2003
- (συνεκδοχικά) το διαστημικό όχημα που κινείται με τη βοήθεια πυραύλου
- (στρατιωτικός όρος) βλήμα με αυτόνομο σύστημα προώσεως, το οποίο εκτοξεύεται από μια βάση και μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. Χρησιμοποιείται για απομακρυσμένους στόχους
- οι ΗΠΑ έχουν περίπου 450 διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους στα αποθέματα όπλων τους
- πυροτέχνημα που εκτοξεύεται ψηλά και εκρήγνυται στον αέρα
- (γαστρονομία) συσκευασμένο και τυποποιημένο παγωτό σε λεπτό και τραγανό μπισκότο που έχει σχήμα κώνου
Εκφράσεις
επεξεργασία- γίνομαι πύραυλος : αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα // θυμώνω πάρα πολύ
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πύραυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας