Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυραυλικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυραυλικ
ός
η
πυραυλικ
ή
το
πυραυλικ
ό
γενική
του
πυραυλικ
ού
της
πυραυλικ
ής
του
πυραυλικ
ού
αιτιατική
τον
πυραυλικ
ό
την
πυραυλικ
ή
το
πυραυλικ
ό
κλητική
πυραυλικ
έ
πυραυλικ
ή
πυραυλικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυραυλικ
οί
οι
πυραυλικ
ές
τα
πυραυλικ
ά
γενική
των
πυραυλικ
ών
των
πυραυλικ
ών
των
πυραυλικ
ών
αιτιατική
τους
πυραυλικ
ούς
τις
πυραυλικ
ές
τα
πυραυλικ
ά
κλητική
πυραυλικ
οί
πυραυλικ
ές
πυραυλικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυραυλικός
<
πύραυλος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πυραυλικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
πύραυλο
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αντιπυραυλικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πύραυλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυραυλικός