Δείτε επίσης: αὐλός, άυλος, αυλή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυλός οι αυλοί
      γενική του αυλού των αυλών
    αιτιατική τον αυλό τους αυλούς
     κλητική αυλέ αυλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αρχαίοι αυλοί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐλός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eulos (σωλήνας)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐λός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυλός αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από καλάμι ή μακρόστενο σωλήνα από άλλο υλικό, μέσα στα οποία φυσάει ο αυλητής, ενώ συγχρόνως πιέζει με τα δάχτυλά του τις τρύπες που έχει ο σωλήνας
  2. (γενικότερα) κάθε είδος φλάουτου
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε μοιάζει με αυλό: εργαλείο, εξάρτημα μηχανής κ.λπ.
  4. (ανατομία) κοιλότητα ή σωληνοειδής αγωγός σε κάποιον οργανισμό
  5. το καμινέτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία