αυλητρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυλητρίδα < αρχαία ελληνική αὐλητρίς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυλητρίδα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυλητρίδα
|