• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αυλήτρια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αὐλήτρια

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλήτρια οι αυλήτριες
      γενική της αυλήτριας των αυλητριών
    αιτιατική την αυλήτρια τις αυλήτριες
     κλητική αυλήτρια αυλήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αυλήτρια < (ελληνιστική κοινή) αὐλήτρια

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυλήτρια θηλυκό

  • (επάγγελμα) θηλυκό του αυλητής

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • αυλητρίδα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αυλήτρια
  • αρχαία ελληνική : αὐλητρίς
  • (ελληνιστική κοινή) : αὐλήτρια
  • αγγλικά : flute-girl (en)
  • γαλλικά : flûtiste (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αυλήτρια&oldid=5578086"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Αυγούστου 2022, στις 08:28

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Αυγούστου 2022, στις 08:28.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας