Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυλήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αὐλήτρια
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυλήτρι
α
οι
αυλήτρι
ες
γενική
της
αυλήτρι
ας
των
αυλητρι
ών
αιτιατική
την
αυλήτρι
α
τις
αυλήτρι
ες
κλητική
αυλήτρι
α
αυλήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυλήτρια
< (
ελληνιστική κοινή
)
αὐλήτρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυλήτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
αυλητής
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αυλητρίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυλήτρια
αρχαία ελληνική
:
αὐλητρίς
(
ελληνιστική κοινή
) :
αὐλήτρια
αγγλικά
:
flute-girl
(en)
γαλλικά
:
flûtiste
(fr)