• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

οξύαυλος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οξύαυλος οι οξύαυλοι
      γενική του οξυαύλου
& οξύαυλου
των οξυαύλων
& οξύαυλων
    αιτιατική τον οξύαυλο τους οξυαύλους
& οξύαυλους
     κλητική οξύαυλε οξύαυλοι
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οξύαυλος < (καθαρεύουσα) ὀξύαυλος ὀξύς + αὐλός (οξύ- + αυλός), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hautbois

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔˈksi.a.vlɔs/
συλλαβισμός : ο‐ξύ‐αυ‐λος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οξύαυλος αρσενικό

  • (μουσικό όργανο, λόγιο ή επίσημο) το όμποε

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη αυλός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οξύαυλος
  • → δείτε τη λέξη όμποε
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οξύαυλος&oldid=4954784"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Ιανουαρίου 2021, στις 00:49

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Ιανουαρίου 2021, στις 00:49.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie