όμποε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜότσαρτ (Mozart) - Κουαρτέτο με όμποε K.370/368b, 3ο μέρος: Ροντό - Ζωηρό (Rondeau - Allegro)
διάρκεια: 04'42'' Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όμποε < (άμεσο δάνειο) ιταλική oboè < γαλλική hautbois
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈo.bo.e/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐μπο‐ε
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόμποε ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) υψίφωνο όργανο της οικογένειας των ξύλινων πνευστών, ένα από τα βασικά όργανα της σύγχρονης συμφωνικής ορχήστρας. Το ιδιαίτερο καλάμι του στο επιστόμιο, συνήθως κατασκευάζεται από τους ίδιους τους εκτελεστές.
Συνώνυμα
επεξεργασία- οξύαυλος (παρωχημένο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- όμποε στη Βικιπαίδεια