ξύλινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξύλινος | η | ξύλινη | το | ξύλινο |
γενική | του | ξύλινου | της | ξύλινης | του | ξύλινου |
αιτιατική | τον | ξύλινο | την | ξύλινη | το | ξύλινο |
κλητική | ξύλινε | ξύλινη | ξύλινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξύλινοι | οι | ξύλινες | τα | ξύλινα |
γενική | των | ξύλινων | των | ξύλινων | των | ξύλινων |
αιτιατική | τους | ξύλινους | τις | ξύλινες | τα | ξύλινα |
κλητική | ξύλινοι | ξύλινες | ξύλινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξύλινος < αρχαία ελληνική ξύλινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈksi.li.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈksi.li.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈksi.li.no/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαξύλινος
- που είναι φτιαγμένος από ξύλο
- (μεταφορικά) άκαμπτος
- το ξύλινο ύψος του με απωθεί
Εκφράσεις
επεξεργασία- ξύλινη γλώσσα : ο τυποποιημένος, στερεότυπος και προβλέψιμος τρόπος ομιλίας
- το κόμμα δε βλέπει προκοπή, γιατί μιλά σε ξύλινη γλώσσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξύλινος
ξύλινη γλώσσα