wood
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wood | woods |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwood (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ξύλο, το υλικό
- ⮡ Put wood on the fire./Put pieces of wood on the fire.
- Βάλε ξύλα στη φωτιά.
- ⮡ A wood fence surrounds the garden.
- Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο.
- ⮡ Put wood on the fire./Put pieces of wood on the fire.
- (συνήθως στον πληθυντικό) το δάσος