παραθετικά
θετικός wooded
συγκριτικός more wooded
υπερθετικός most wooded

  Επίθετο

επεξεργασία

wooded (en)

  1. δασώδης, δασωμένος, δασόφυτος, δασοσκεπής
    ⮡  a wooded area - δασώδης έκταση
  2. (για κρασί) που έχει ωριμάσει σε ξύλινα βαρέλια