wooded
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | wooded |
συγκριτικός | more wooded |
υπερθετικός | most wooded |
Επίθετο
επεξεργασίαwooded (en)
- δασώδης, δασωμένος, δασόφυτος, δασοσκεπής
- ⮡ a wooded area - δασώδης έκταση
- (για κρασί) που έχει ωριμάσει σε ξύλινα βαρέλια