Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

wooded (en)

  1. δασωμένος, δασόφυτος, δασοσκεπής
  2. (για κρασί) που έχει ωριμάσει σε ξύλινα βαρέλια