wooden
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwooden (en)
- ξύλινος, που είναι φτιαγμένος από ξύλο
- ⮡ The fire quickly consumed the wooden houses.
- Η φωτιά καταβρόχθισε γρήγορα τα ξύλινα σπίτια.
- ⮡ The fire quickly consumed the wooden houses.
wooden (en)