ξυλένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξυλένιος | η | ξυλένια | το | ξυλένιο |
γενική | του | ξυλένιου | της | ξυλένιας | του | ξυλένιου |
αιτιατική | τον | ξυλένιο | την | ξυλένια | το | ξυλένιο |
κλητική | ξυλένιε | ξυλένια | ξυλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξυλένιοι | οι | ξυλένιες | τα | ξυλένια |
γενική | των | ξυλένιων | των | ξυλένιων | των | ξυλένιων |
αιτιατική | τους | ξυλένιους | τις | ξυλένιες | τα | ξυλένια |
κλητική | ξυλένιοι | ξυλένιες | ξυλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksiˈle.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λέ‐νιος
Επίθετο επεξεργασία
ξυλένιος, -α, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυλένιος
→ δείτε τη λέξη ξύλινος |