Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πνευστό τα πνευστά
      γενική του πνευστού των πνευστών
    αιτιατική το πνευστό τα πνευστά
     κλητική πνευστό πνευστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
διάφορα πνευστά (Μουσείο Μουσικών Οργάνων, Βρυξέλλες)

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευστό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πνευστός (εννοείται το ουσιαστικό όργανο) < ελληνιστική κοινή πνευστός < αρχαία ελληνική πνέω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Blasinstrument[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pnefˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνευ‐στό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πνευστό ουδέτερο

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πνευστό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του πνευστός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πνευστός

  Αναφορές επεξεργασία