πνευστό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πνευστό | τα | πνευστά |
γενική | του | πνευστού | των | πνευστών |
αιτιατική | το | πνευστό | τα | πνευστά |
κλητική | πνευστό | πνευστά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πνευστό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πνευστός (εννοείται το ουσιαστικό όργανο) < ελληνιστική κοινή πνευστός < αρχαία ελληνική πνέω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Blasinstrument[1])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pnefˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνευ‐στό
Ουσιαστικό επεξεργασία
πνευστό ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) μουσικό όργανο στο οποίο φυσάμε μέσα του αέρα
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνευστό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πνευστό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του πνευστός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πνευστός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πνευστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας