έγχορδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έγχορδο | τα | έγχορδα |
γενική | του | έγχορδου & εγχόρδου |
των | έγχορδων & εγχόρδων |
αιτιατική | το | έγχορδο | τα | έγχορδα |
κλητική | έγχορδο | έγχορδα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έγχορδο < ουσιαστικοποιημένο επίθετο έγχορδος
Ουσιαστικό επεξεργασία
έγχορδο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
έγχορδο