έγχορδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έγχορδος | η | έγχορδη | το | έγχορδο |
γενική | του | έγχορδου | της | έγχορδης | του | έγχορδου |
αιτιατική | τον | έγχορδο | την | έγχορδη | το | έγχορδο |
κλητική | έγχορδε | έγχορδη | έγχορδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έγχορδοι | οι | έγχορδες | τα | έγχορδα |
γενική | των | έγχορδων | των | έγχορδων | των | έγχορδων |
αιτιατική | τους | έγχορδους | τις | έγχορδες | τα | έγχορδα |
κλητική | έγχορδοι | έγχορδες | έγχορδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έγχορδος < (ελληνιστική κοινή) ἔγχορδος < ἐν + χορδή
Επίθετο
επεξεργασίαέγχορδος -η -ο
- (μουσική) (για όργανο) που έχει χορδές
- Το βιολί και η κιθάρα συγκαταλέγονται στα έγχορδα μουσικά όργανα.