Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσάω < φυσώ + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φυσῶ, συνηρημένος τύπος του φυσάω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈsa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐σά‐ω

φυσάω/φυσώ, αόρ.: φύσηξα/φύσησα, παθ.φωνή: φυσιέμαι, π.αόρ.: φυσήχτηκα/φυσήθηκα, μτχ.π.π.: φυσηγμένος/φυσημένος

  1. (μεταβατικό) εκπνέω με δύναμη πάνω σε κάτι
    ⮡  φύσα το φαγητό σου να κρυώσει
    ※  Να 'ν' σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος / κι εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη! (Γιάννης Σκαρίμπας, Χαλκίδα)
  2. (αμετάβατο) αναπνέω με ένταση
  3. (για άνεμο) πνέω
    → δείτε τα απρόσωπα φυσάει, φυσά, φυσούσε, φύσαγε, φύσηξε και φύσησε
  4. (μεταβατικό) εκπνέω στο στόμιο κάποιου πνευστού μουσικού οργάνου για να παραχθεί ήχος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
φυσ- 

Με θέματα φυσ-, φυσηξ-, φυσηχτ- φυσηγ-

Με θέματα φυσ-, φυσησ-, φυσηθ- φυση-

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσάω < φῦσα (θηλυκό, φυσερό, φύσημα, πνοή)

φυσάω [ῡ] / φυσῶ

  1. φουσκώνω εγώ
    ⮡  ἡ γαστὴρ ἐπεφύσητό μου (η φουσκωμένη κοιλιά)
  2. φουσκώνω κάτι, το διαστέλλω
    ⮡  ἀσκοί πεφυσαμένοι
    ⮡  φυσών την γνάθον (φουσκώνω τα μάγουλα καθώ ξυρίζομαι)
  3. ρουθουνίζω, θυμώνω, αγανακτώ, "φυσάω-ξεφυσάω"
    ⮡  εἰπέ μοι, τί δεινὰ φυσᾷς αἱματηρὸν ὄμμ᾽ ἔχων;
  4. περηφανεύομαι
    ⮡  οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε;
  5. φυσώ μουσικό όργανο, παίζω μουσική
  6. τα παραφουσκώνω, υπερβάλλω (για να ξεγελάσω κάποιον ή με αποτέλεσμα να γελαστώ εγώ έχοντας υπερβάλει στις εκτιμήσεις μου)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και δείτε τα παράγωγά τους