φυσάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσάω < φυσώ + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φυσῶ, συνηρημένος τύπος του φυσάω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈsa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαφυσάω/φυσώ, αόρ.: φύσηξα/φύσησα, παθ.φωνή: φυσιέμαι, π.αόρ.: φυσήχτηκα/φυσήθηκα, μτχ.π.π.: φυσηγμένος/φυσημένος
- (μεταβατικό) εκπνέω με δύναμη πάνω σε κάτι
- ⮡ φύσα το φαγητό σου να κρυώσει
- ※ Να 'ν' σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος / κι εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη! (Γιάννης Σκαρίμπας, Χαλκίδα)
- (αμετάβατο) αναπνέω με ένταση
- (για άνεμο) πνέω
- (μεταβατικό) εκπνέω στο στόμιο κάποιου πνευστού μουσικού οργάνου για να παραχθεί ήχος
Εκφράσεις
επεξεργασία- δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας!
- όποιος καεί στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι
- όπου φυσάει ο άνεμος
- το φυσάει (το χρήμα) : είναι πολύ πλούσιος
- το φυσάει και δεν κρυώνει: για κάποια ενέργεια για την οποία μετανιώσαμε, αλλά δύσκολα αναστρέφονται οι συνέπειές της
- φύσα!
- φυσάει άλλος αέρας
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φυσ-
φυσ-
Κλίση
επεξεργασίαΜε θέματα φυσ-, φυσηξ-, φυσηχτ- φυσηγ-
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυσάω - φυσώ | φυσούσα - φύσαγα | θα φυσάω - φυσώ | να φυσάω - φυσώ | φυσώντας | |
β' ενικ. | φυσάς | φυσούσες - φύσαγες | θα φυσάς | να φυσάς | φύσα - φύσαγε | |
γ' ενικ. | φυσάει - φυσά | φυσούσε - φύσαγε | θα φυσάει - φυσά | να φυσάει - φυσά | ||
α' πληθ. | φυσάμε - φυσούμε | φυσούσαμε - φυσάγαμε | θα φυσάμε - φυσούμε | να φυσάμε - φυσούμε | ||
β' πληθ. | φυσάτε | φυσούσατε - φυσάγατε | θα φυσάτε | να φυσάτε | φυσάτε | |
γ' πληθ. | φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | φυσούσαν(ε) - φύσαγαν - φυσάγανε | θα φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | να φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φύσηξα | θα φυσήξω | να φυσήξω | φυσήξει | ||
β' ενικ. | φύσηξες | θα φυσήξεις | να φυσήξεις | φύσηξε, φύσηχ' | ||
γ' ενικ. | φύσηξε | θα φυσήξει | να φυσήξει | |||
α' πληθ. | φυσήξαμε | θα φυσήξουμε | να φυσήξουμε | |||
β' πληθ. | φυσήξατε | θα φυσήξετε | να φυσήξετε | φυσήξτε, φυσήχτε | ||
γ' πληθ. | φύσηξαν φυσήξαν(ε) |
θα φυσήξουν(ε) | να φυσήξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φυσήξει | είχα φυσήξει | θα έχω φυσήξει | να έχω φυσήξει | ||
β' ενικ. | έχεις φυσήξει | είχες φυσήξει | θα έχεις φυσήξει | να έχεις φυσήξει | έχε φυσηγμένο | |
γ' ενικ. | έχει φυσήξει | είχε φυσήξει | θα έχει φυσήξει | να έχει φυσήξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φυσήξει | είχαμε φυσήξει | θα έχουμε φυσήξει | να έχουμε φυσήξει | ||
β' πληθ. | έχετε φυσήξει | είχατε φυσήξει | θα έχετε φυσήξει | να έχετε φυσήξει | έχετε φυσηγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν φυσήξει | είχαν φυσήξει | θα έχουν φυσήξει | να έχουν φυσήξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φυσηγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φυσηγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φυσηγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φυσηγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυσιέμαι | φυσιόμουν(α) | θα φυσιέμαι | να φυσιέμαι | ||
β' ενικ. | φυσιέσαι | φυσιόσουν(α) | θα φυσιέσαι | να φυσιέσαι | ||
γ' ενικ. | φυσιέται | φυσιόταν(ε) | θα φυσιέται | να φυσιέται | ||
α' πληθ. | φυσιόμαστε | φυσιόμαστε φυσιόμασταν |
θα φυσιόμαστε | να φυσιόμαστε | ||
β' πληθ. | φυσιέστε | φυσιόσαστε φυσιόσασταν |
θα φυσιέστε | να φυσιέστε | φυσιέστε | |
γ' πληθ. | φυσιούνται | φυσιόνταν(ε) φυσιούνταν φυσιόντουσαν |
θα φυσιούνται | να φυσιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φυσήχτηκα | θα φυσηχτώ | να φυσηχτώ | φυσηχτεί | ||
β' ενικ. | φυσήχτηκες | θα φυσηχτείς | να φυσηχτείς | φυσήξου | ||
γ' ενικ. | φυσήχτηκε | θα φυσηχτεί | να φυσηχτεί | |||
α' πληθ. | φυσηχτήκαμε | θα φυσηχτούμε | να φυσηχτούμε | |||
β' πληθ. | φυσηχτήκατε | θα φυσηχτείτε | να φυσηχτείτε | φυσηχτείτε | ||
γ' πληθ. | φυσήχτηκαν φυσηχτήκαν(ε) |
θα φυσηχτούν(ε) | να φυσηχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φυσηχτεί | είχα φυσηχτεί | θα έχω φυσηχτεί | να έχω φυσηχτεί | φυσηγμένος | |
β' ενικ. | έχεις φυσηχτεί | είχες φυσηχτεί | θα έχεις φυσηχτεί | να έχεις φυσηχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει φυσηχτεί | είχε φυσηχτεί | θα έχει φυσηχτεί | να έχει φυσηχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φυσηχτεί | είχαμε φυσηχτεί | θα έχουμε φυσηχτεί | να έχουμε φυσηχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε φυσηχτεί | είχατε φυσηχτεί | θα έχετε φυσηχτεί | να έχετε φυσηχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φυσηχτεί | είχαν φυσηχτεί | θα έχουν φυσηχτεί | να έχουν φυσηχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φυσηγμένος - είμαστε, είστε, είναι φυσηγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φυσηγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φυσηγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φυσηγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φυσηγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φυσηγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φυσηγμένοι |
Με θέματα φυσ-, φυσησ-, φυσηθ- φυση-
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυσάω - φυσώ | φυσούσα - φύσαγα | θα φυσάω - φυσώ | να φυσάω - φυσώ | φυσώντας | |
β' ενικ. | φυσάς | φυσούσες - φύσαγες | θα φυσάς | να φυσάς | φύσα - φύσαγε | |
γ' ενικ. | φυσάει - φυσά | φυσούσε - φύσαγε | θα φυσάει - φυσά | να φυσάει - φυσά | ||
α' πληθ. | φυσάμε - φυσούμε | φυσούσαμε - φυσάγαμε | θα φυσάμε - φυσούμε | να φυσάμε - φυσούμε | ||
β' πληθ. | φυσάτε | φυσούσατε - φυσάγατε | θα φυσάτε | να φυσάτε | φυσάτε | |
γ' πληθ. | φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | φυσούσαν(ε) - φύσαγαν - φυσάγανε | θα φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | να φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φύσησα | θα φυσήσω | να φυσήσω | φυσήσει | ||
β' ενικ. | φύσησες | θα φυσήσεις | να φυσήσεις | φύσα - φύσησε | ||
γ' ενικ. | φύσησε | θα φυσήσει | να φυσήσει | |||
α' πληθ. | φυσήσαμε | θα φυσήσουμε | να φυσήσουμε | |||
β' πληθ. | φυσήσατε | θα φυσήσετε | να φυσήσετε | φυσήστε | ||
γ' πληθ. | φύσησαν φυσήσαν(ε) |
θα φυσήσουν(ε) | να φυσήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φυσήσει | είχα φυσήσει | θα έχω φυσήσει | να έχω φυσήσει | ||
β' ενικ. | έχεις φυσήσει | είχες φυσήσει | θα έχεις φυσήσει | να έχεις φυσήσει | έχε φυσημένο | |
γ' ενικ. | έχει φυσήσει | είχε φυσήσει | θα έχει φυσήσει | να έχει φυσήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φυσήσει | είχαμε φυσήσει | θα έχουμε φυσήσει | να έχουμε φυσήσει | ||
β' πληθ. | έχετε φυσήσει | είχατε φυσήσει | θα έχετε φυσήσει | να έχετε φυσήσει | έχετε φυσημένο | |
γ' πληθ. | έχουν φυσήσει | είχαν φυσήσει | θα έχουν φυσήσει | να έχουν φυσήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φυσημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φυσημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φυσημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φυσημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυσιέμαι | φυσιόμουν(α) | θα φυσιέμαι | να φυσιέμαι | ||
β' ενικ. | φυσιέσαι | φυσιόσουν(α) | θα φυσιέσαι | να φυσιέσαι | ||
γ' ενικ. | φυσιέται | φυσιόταν(ε) | θα φυσιέται | να φυσιέται | ||
α' πληθ. | φυσιόμαστε | φυσιόμαστε φυσιόμασταν |
θα φυσιόμαστε | να φυσιόμαστε | ||
β' πληθ. | φυσιέστε | φυσιόσαστε φυσιόσασταν |
θα φυσιέστε | να φυσιέστε | φυσιέστε | |
γ' πληθ. | φυσιούνται | φυσιόνταν(ε) φυσιούνταν φυσιόντουσαν |
θα φυσιούνται | να φυσιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φυσήθηκα | θα φυσηθώ | να φυσηθώ | φυσηθεί | ||
β' ενικ. | φυσήθηκες | θα φυσηθείς | να φυσηθείς | φυσήσου | ||
γ' ενικ. | φυσήθηκε | θα φυσηθεί | να φυσηθεί | |||
α' πληθ. | φυσηθήκαμε | θα φυσηθούμε | να φυσηθούμε | |||
β' πληθ. | φυσηθήκατε | θα φυσηθείτε | να φυσηθείτε | φυσηθείτε | ||
γ' πληθ. | φυσήθηκαν φυσηθήκαν(ε) |
θα φυσηθούν(ε) | να φυσηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φυσηθεί | είχα φυσηθεί | θα έχω φυσηθεί | να έχω φυσηθεί | φυσημένος | |
β' ενικ. | έχεις φυσηθεί | είχες φυσηθεί | θα έχεις φυσηθεί | να έχεις φυσηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φυσηθεί | είχε φυσηθεί | θα έχει φυσηθεί | να έχει φυσηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φυσηθεί | είχαμε φυσηθεί | θα έχουμε φυσηθεί | να έχουμε φυσηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φυσηθεί | είχατε φυσηθεί | θα έχετε φυσηθεί | να έχετε φυσηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φυσηθεί | είχαν φυσηθεί | θα έχουν φυσηθεί | να έχουν φυσηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φυσημένος - είμαστε, είστε, είναι φυσημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φυσημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φυσημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φυσημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φυσημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φυσημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φυσημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φυσάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφυσάω [ῡ] / φυσῶ
- φουσκώνω εγώ
- ⮡ ἡ γαστὴρ ἐπεφύσητό μου (η φουσκωμένη κοιλιά)
- φουσκώνω κάτι, το διαστέλλω
- ⮡ ἀσκοί πεφυσαμένοι
- ⮡ φυσών την γνάθον (φουσκώνω τα μάγουλα καθώ ξυρίζομαι)
- ρουθουνίζω, θυμώνω, αγανακτώ, "φυσάω-ξεφυσάω"
- ⮡ εἰπέ μοι, τί δεινὰ φυσᾷς αἱματηρὸν ὄμμ᾽ ἔχων;
- περηφανεύομαι
- ⮡ οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε;
- φυσώ μουσικό όργανο, παίζω μουσική
- τα παραφουσκώνω, υπερβάλλω (για να ξεγελάσω κάποιον ή με αποτέλεσμα να γελαστώ εγώ έχοντας υπερβάλει στις εκτιμήσεις μου)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : μετοχή φυσέων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φῦσα
Σύνθετα
επεξεργασίακαι δείτε τα παράγωγά τους
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φυσάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυσάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.