φυσιγγιοθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυσιγγιοθήκη < φυσίγγι(ο) + -ο- + -θήκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυσιγγιοθήκη θηλυκό
- θήκη στην οποία φυλάσσονται φυσίγγια, είτε από κυνηγούς, είτε από στρατιωτικούς, για την εύκολη μεταφορά τους
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσιγγιοθήκη