Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιγγιοθήκη οι φυσιγγιοθήκες
      γενική της φυσιγγιοθήκης των φυσιγγιοθηκών
    αιτιατική τη φυσιγγιοθήκη τις φυσιγγιοθήκες
     κλητική φυσιγγιοθήκη φυσιγγιοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσιγγιοθήκη < φυσίγγι(ο) + -ο- + -θήκη
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσιγγιοθήκη θηλυκό

  • θήκη στην οποία φυλάσσονται φυσίγγια, είτε από κυνηγούς, είτε από στρατιωτικούς, για την εύκολη μεταφορά τους

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία