↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσαλίδα οι φυσαλίδες
      γενική της φυσαλίδας των φυσαλίδων
    αιτιατική τη φυσαλίδα τις φυσαλίδες
     κλητική φυσαλίδα φυσαλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσαλίδα < αρχαία ελληνική φυσσαλίς < φυσάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.saˈli.ða/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυσαλίδα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία