μπουρμπουλήθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουρμπουλήθρα | οι | μπουρμπουλήθρες |
γενική | της | μπουρμπουλήθρας | — | |
αιτιατική | την | μπουρμπουλήθρα | τις | μπουρμπουλήθρες |
κλητική | μπουρμπουλήθρα | μπουρμπουλήθρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπουρμπουλήθρα < μπούρμπουλ(ας) (μπάμπουρας) + -ήθρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουρμπουλήθρα θηλυκό
- φυσαλίδα (με χαρακτηριστικό ήχο όταν σκάει)
- ⮡ κόντεψε να πνιγεί! έβγαζε μπουμπουλήθρες!
- (μεταφορικά, στον πληθυνικό) κοτσάνα, βλακεία αέρας κοπανιστός
- ⮡ άρχισες πάλι τις μπουρμπουλήθρες σου!