Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουσκάλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φουσκάλ
α
οι
φουσκάλ
ες
γενική
της
φουσκάλ
ας
των
φουσκαλ
ών
αιτιατική
τη
φουσκάλ
α
τις
φουσκάλ
ες
κλητική
φουσκάλ
α
φουσκάλ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φουσκάλα
γεμάτη υγρό.
Ετυμολογία
επεξεργασία
φουσκάλα
<
φούσκα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φουσκάλα
θηλυκό
κύστη στο δέρμα, γεμάτη
πυώδες
υγρό
Συγγενικά
επεξεργασία
φούσκα
φουσκαλιάζω
φουσκάλιασμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
φούσκα
φυσαλίδα
μπουρμπουλήθρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φουσκάλα
αγγλικά
:
blister
(en)
γαλλικά
:
ampoule
(fr)
ισπανικά
:
ampolla
(es)
ιταλικά
:
bolla
(it)
νορβηγικά
:
boble
(no)
ουγγρικά
:
hólyag
(hu)
πολωνικά
:
pęcherzyk
(pl)
πορτογαλικά
:
empola
(pt)
σερβικά
:
плик
(sr)
σουηδικά
:
blåsa
(sv)
τσεχικά
:
puchýřek
(cs)