Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ήθρα οι -ήθρες
      γενική της -ήθρας των -ηθρών
    αιτιατική τη(ν) -ήθρα τις -ήθρες
     κλητική -ήθρα -ήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ήθρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -θρα με τη συμπλήρωση του -η- προερχόμενη συνήθως από συνηρημένα ρήματα της αρχαίας ελληνικής: κολυμβῶ > κολυμβή-θρα [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-thra

  Επίθημα επεξεργασία

-ήθρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

όπως:

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ήθρ αἱ -ῆθραι
      γενική τῆς -ήθρᾱς τῶν -ηθρῶν
      δοτική τῇ -ήθρ ταῖς -ήθραις
    αιτιατική τὴν -ήθρᾱν τὰς -ήθρᾱς
     κλητική ! -ήθρ -ῆθραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ήθρ
γεν-δοτ τοῖν  -ήθραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ήθρα < λείπει η ετυμολογία

  Επίθημα επεξεργασία

-ήθρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία