δαχτυλήθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαχτυλήθρα < αρχαία ελληνική δακτυλήθρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαχτυλήθρα και δακτυλήθρα θηλυκό
- μικρό μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα, σε σχήμα κύπελλου, που φοριέται στην άκρη του δαχτύλου για να μπορεί αυτός που το χρησιμοποιεί να σπρώχνει βελόνα για ράψιμο, συνήθως με μικρές εσοχές στην επιφάνεια ώστε να μη γλιστράει η βελόνα
- (μεταφορικά) (για υγρά) πολύ μικρή ποσότητα