Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈθɪmbəl/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

thimble (en)

  1. δαχτυλήθρα
  2. μικρή ποσότητα, όσο χωρά σε δαχτυλήθρα