μολυβήθρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μολυβήθρα θηλυκό
- βαρίδι από μόλυβδο που δένεται στα δίχτυα ή την πετονιά, για να παραμένουν στον πάτο της θάλασσας
- βαρίδι από μόλυβδο που δένουν οι κτίστες στην άκρη ενός νήματος, ώστε να χρησιμοποιείται ως αλφάδι και να τους βοηθάει στο κτίσιμο ίσιων κατασκευών
Σημειώσεις επεξεργασία
Και από άλλο υλικό (πχ ορείχαλκο/brass).
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαρέματος