τσιλιβήθρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιλιβήθρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική çilimi + -ήθρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιλιβήθρα θηλυκό
- (πτηνό) άλλη ονομασία του πουλιού σουσουράδα
- (μεταφορικά) χαϊδευτικά το πολύ μικρόσωμο και αδύνατο άτομο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουσουράδα
|
αδύνατο άτομο