Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιλιβήθρα οι τσιλιβήθρες
      γενική της τσιλιβήθρας των (τσιλιβηθρών)
    αιτιατική την τσιλιβήθρα τις τσιλιβήθρες
     κλητική τσιλιβήθρα τσιλιβήθρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιλιβήθρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική çilimi + -ήθρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιλιβήθρα θηλυκό

  1. (πτηνό) άλλη ονομασία του πουλιού σουσουράδα
  2. (μεταφορικά) χαϊδευτικά το πολύ μικρόσωμο και αδύνατο άτομο

  Μεταφράσεις επεξεργασία