σκλήθρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκλήθρα | οι | σκλήθρες |
γενική | της | σκλήθρας | των | σκληθρών |
αιτιατική | τη | σκλήθρα | τις | σκλήθρες |
κλητική | σκλήθρα | σκλήθρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκλήθρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλήθρα με ανάπτυξη προτακτικού σ με συμπροφορά του άρθρου της γενικής ενικού[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈskli.θɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλή‐θρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκλήθρα θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του σκλήθρο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Σκλήθρα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυτό
→ δείτε τη λέξη σκλήθρο |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκλήθρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας