μυζήθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυζήθρα | οι | μυζήθρες |
γενική | της | μυζήθρας | των | μυζηθρών |
αιτιατική | τη | μυζήθρα | τις | μυζήθρες |
κλητική | μυζήθρα | μυζήθρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυζήθρα < μεσαιωνική ελληνική μυζήθρα[1] [2] / μουζήθρα[3] < *ζυμήθρα[1] (με αντιμετάθεση των δύο πρώτων συμφώνων[1]) < ζύμη + -ήθρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυζήθρα θηλυκό
- (τυρί) είδος τυριού που παρασκευάζεται από πρόβειο ή και κατσικίσιο γάλα, με γεύση συνήθως υφάλμυρη (ενίοτε και γλυκιά)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αφρομύζηθρο
- γαλατομυζήθρα
- γαλομυζήθρα
- γιαουρτομυζήθρα
- γιδομυζήθρα
- γλυκομυζήθρα
- μυζηθρίτσα
- μυζηθρόπιτα
- μυζηθροπιτάκι
- μυζηθροπιτίτσα
- μυζηθροπιτούλα
- ξινομυζήθρα
- → δείτε τη λέξη ζύμη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 μυζήθρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μυζήθρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ μουζήθρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)