πυτιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυτιά | οι | πυτιές |
γενική | της | πυτιάς | των | πυτιών |
αιτιατική | την | πυτιά | τις | πυτιές |
κλητική | πυτιά | πυτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυτιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυτιά θηλυκό
- γάλα από κοιλιά αρνιού που έχει υποστεί φυσική ζύμωση και χρησιμοποιείται για την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων