χλωροτύρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χλωροτύρι | τα | χλωροτύρια |
γενική | του | χλωροτυριού | των | χλωροτυριών |
αιτιατική | το | χλωροτύρι | τα | χλωροτύρια |
κλητική | χλωροτύρι | χλωροτύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χλωροτύρι ουδέτερο
- τυρί που μόλις τυροκομήθηκε και δεν έχει αλάτι
- ...γέμισε τ'ασπροκάθαρο μεσάλι με χλωροτύρι, γιαούρτι... (Χρ. Χρηστοβασίλης, 1902)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χλωροτύρι
|