μυζηθροπιτίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυζηθροπιτίτσα | οι | μυζηθροπιτίτσες |
γενική | της | μυζηθροπιτίτσας | — | |
αιτιατική | τη | μυζηθροπιτίτσα | τις | μυζηθροπιτίτσες |
κλητική | μυζηθροπιτίτσα | μυζηθροπιτίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυζηθροπιτίτσα < μυζηθρόπιτα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυζηθροπιτίτσα θηλυκό
- (σπάνιο) υποκοριστικό του μυζηθρόπιτα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυζηθροπιτίτσα
|
Πηγές
επεξεργασία- μυζηθροπιτίτσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)